Σύμφωνα με τον Feyerabend τα «ορθολογικά κριτήρια» (και τα επιχειρήματα που τα υποστηρίζουν) είναι τα «ορατά τμήματα» ειδικών παραδόσεων, οι οποίες αποτελούνται από ρητά αξιώματα και από «ένα απαραίτητο, άγνωστο, αλλά απόλυτα αναγκαίο υπόβαθρο προδιαθέσεων για πράξεις και κρίσεις». Για τους συμμέτοχους τέτοιων παραδόσεων τα κριτήρια μετατρέπονται σε «αντικειμενικούς κριτές» του τι είναι καλό και τι όχι, τι ορθολογικό και τι μη-ορθολογικό, του τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει. Παράλληλα, υπάρχουν και άλλες παραδόσεις που οδηγούν επίσης σε κρίσεις αλλά όχι στη βάση ρητών κανόνων και κριτηρίων. Και για τα δύο είδη αξιολογήσεων, το θεμέλιο είναι μια παράδοση.
Ο Feyerabendισχυρίζεται τα παρακάτω:
(i) Οι παραδόσεις δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές, απλώς υπάρχουν. Η “ορθολογικότητα” δεν διαιτητεύει ανάμεσα σε παραδόσεις ‘ είναι και αυτή μια παράδοση (ή «τάξη παραδόσεων» ή μια άποψη μιας παράδοσης). «γι’ αυτό η ορθολογικότητα δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, απλώς υπάρχει».
(ii) Μια παράδοση αποκτά επιθυμητά ή απορριπτέα στοιχεία μόνο όταν κάποιος την παρατηρεί ως συμμέτοχος μιας παράδοσης και την κρίνει στη βάση των αξιών αυτής της παράδοσης.
(iii) Οι παραπάνω δύο θέσεις μας οδηγούν σε έναν σχετικισμό του είδους που υπερασπίστηκε ο Πρωταγόρας.
(iv) Κάθε μια παράδοση χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα για να κερδίζει οπαδούς. Οι μέθοδοι μιας παράδοσης είναι ανόητες, αποδεκτές, «ορθολογικές», απορριπτέες, αναλόγως με την παράδοση βάσει της οποίας κρίνονται ‘ «η επιχειρηματολογία είναι για τον ένα παρατηρητή προπαγάνδα, για έναν άλλο η ουσία της ανθρώπινης συνεννόησης».
(v) Τα κριτήρια συχνά συγκροτούνται εν μέσω της ίδιας της αξιολόγησης ‘ κατά την συγκρότηση «δεν ακολουθούνται μακρινά και “ανώτερα” κριτήρια, αλλά ένα ασαφές ένστικτο, μια ακαθόριστη ιδέα, ή ενεργεί κανείς αυτόματα, χωρίς καν να σκέπτεται κάποια κριτήρια».
(vi) Υπάρχουν δύο (τουλάχιστον) διαφορετικοί τρόποι ώστε να βρεθεί κάποια λύση σε συλλογικά προβλήματα: ο ένας είναι η «ελεύθερη ανταλλαγή» (σκέψεων, αγαθών, πράξεων κλπ.), και ο άλλος είναι η «κατευθυνόμενη ανταλλαγή». Στην δεύτερη περίπτωση, όσοι μετέχουν σε μια κατευθυνόμενη ανταλλαγή υιοθετούν μια παράδοση και επιτρέπουν μόνο εκείνες τις πράξεις (ή επιχειρήματα ή διαδικασίες) που αντιστοιχούν προς τα κριτήρια αυτής της παράδοσης.
Σε μια «ελεύθερη ανταλλαγή», κατασκευάζεται η παράδοση που πρόκειται να εγκατασταθεί και προσαρμόζεται στις ειδικές περιστάσεις: «οι συμμέτοχοι εμβαθύνουν στον τρόπο σκέψης, στη θεώρηση, στα αισθήματα των συνεργατών τους (και των αντιπάλων τους) και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε συχνά μεταβάλλουν σημαντικά τη δική τους ζωή», αλλάζουν ως άνθρωποι, αποκτούν νέο τρόπο να βλέπουν τα πράγματα, καινούριες ιδέες, νέες αξιολογήσεις.
(vii) «Ελεύθερη κοινωνία είναι εκείνη μέσα στην οποία, όλες οι παραδόσεις έχουν ίσα δικαιώματα και ίση πρόσβαση στα κέντρα εκπαίδευσης και στα άλλα κέντρα εξουσίας». Μια ελεύθερη κοινωνία δεν βασίζεται σε μια ειδική θρησκευτική πίστη ή σε μια ειδική Φιλοσοφία (εκτός ίσως προσωρινά) ‘ το θεμέλιό της είναι μια «προστατευτική δομή»: αυτό το θεμέλιο δεν παρέχει στη συμβίωση κάποιο «περιεχόμενο», λειτουργεί ως προστατευτικό κιγκλίδωμα και όχι ως πεποίθηση.
(viii) Μια ελεύθερη κοινωνία δεν επινοείται από κάποιους που την επιβάλλουν στους άλλους: προκύπτει παντού όπου κάποιοι άνθρωποι επιλύοντας ειδικά προβλήματα εισάγουν «προστατευτικές δομές» όπως αυτές που αναφέραμε.
(ix) Οι δημόσιες συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, ανταλλαγές που θεμελιώνουν μια ελεύθερη κοινωνία, είναι «ελεύθερες διαδικασίες και όχι κατευθυνόμενες».
(x) «Μια ελεύθερη κοινωνία χωρίζει το κράτος από την επιστήμη (και μάλιστα το χωρίζει από και από κάθε άλλη παράδοση)».
Οι αντιρρήσεις που εγείρονται στα παραπάνω είναι τριών ειδών. Οι «ηθικές» αντιρρήσεις περιστρέφονται γύρω από τα αφόρητα επακόλουθα μιας «κοινωνίας δίχως ηθικές αρχές» και μιας φιλοσοφίας που αποδίδει ίδια βαρύτητα σε όλες, ακόμη και τις πιο αποτρόπαιες, παραδόσεις. Οι πολιτικές αντιρρήσεις κατηγορούν την «αφέλεια του σχήματος και την έλλειψη λεπτομερειών». Οι επιστημονικές (και επιστημολογικές) αντιρρήσεις «είναι οι πιο βλακώδεις από όλες», συνίστανται στην υπόδειξη της ανωτερότητας των επιστημονικών μεθόδων και αποτελεσμάτων έναντι όλων των άλλων.
Όλες οι αντιρρήσεις, για τον Feyerabend στηρίζονται σε μια εικασία: ότι τα θεμελιώδη κοινωνικά προβλήματα μπορούν να λυθούν ανεξάρτητα από τις περιστάσεις μέσα στις οποίες εμφανίζονται, και ότι οι παρουσιαζόμενες θεωρίες είναι δεσμευτικές για όλους τους ανθρώπους που ζουν μέσα στο ίδιο κράτος… «Οι διανοούμενοι θεωρούν επίσης αυτονόητο, ότι μόνο οι δικές τους θεωρίες μετρούν. Αυτές είναι το μέτρο όλων των προτεινόμενων αλλαγών, άρα και της κοινωνίας ολόκληρης. Αρνούμαι αυτή την υπόθεση πέρα για πέρα» τονίζει ο Feyerabend: τα προβλήματα, μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία, «δεν λύνονται με θεωρίες, αλλά με τις αποφάσεις των ανθρώπων». Οι αποφάσεις επηρεάζονται ασφαλώς από θεωρίες, αλλά οι τελευταίες δεν έχουν τον κύριο λόγο. Οι αποφάσεις των ελεύθερων πολιτών εξαρτώνται από τις παραδόσεις τους και από την (μέσω αυτών) σύλληψη των προβλημάτων και των λύσεων. Η συνεργασία ανάμεσα στις παραδόσεις είναι ελεύθερη και όχι κατευθυνόμενη. Απορρίπτονται όλες οι προσπάθειες «ειδικών ομάδων» να κάνουν τους ανθρώπους «πιο κριτικούς», «πιο ευσεβείς», πιο «ανθρώπινους» κλπ. «εφόσον αυτές οι προσπάθειες βασίζονται σε κρατικά ιδρύματα: η ποιότητα των ανθρώπων δεν αφορά το κράτος».
Το φίλτρο που διαχωρίζει τις χρήσιμες από τις άχρηστες ιδέες «δεν είναι τα ορθολογικά κριτήρια, ούτε οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, ούτε οι φιλάνθρωπες παρορμήσεις, αλλά οι λαϊκές κινητοποιήσεις. Αυτό που προτείνω είναι μια κοινωνία χωρίς αρχές που όχι μόνο σέβεται τις παραδόσεις αλλά και τις προκαλεί σε συνεργασία […]». Η καλύτερη εκπαίδευση, συνεχίζει ο Feyerabend είναι «η συμμετοχή σε όλες τις οπτικές γωνίες της κοινωνικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της κριτικής των επιστημονικών θεωριών». Εάν αυτή η ελευθερία «μεταβάλλει τους ανθρώπους σε κτήνη» τότε αυτό είναι δική τους υπόθεση που κανένας δεν μπορεί εμποδίσει, «και λιγότερο από όλους οι επαγγελματίες διορθωτές του κόσμου». Αυτοί θα μπορούν να επηρεάζουν συμπολίτες τους αλλά μόνο «ως ιδιώτες», μεγαλύτερη «δύναμη επιρροής δεν θα τους χορηγείται».
Ο Feyerabend εξετάζει την σχέση μεταξύ επιστημονικής ορθολογικότητας και έρευνας. Σύμφωνα με την «ιδεαλιστική» αντιμετώπιση είναι ορθολογικό να πράττουμε με κάποιον τρόπο, «σε οποιαδήποτε περίπτωση». «Πρόγονος» μιας τέτοιας αντίληψης δεν μπορεί να είναι παρά οι «δογματικές θρησκείες»: οι «εντολές» είναι απόλυτες, η «λογική (η δικαιοσύνη, ο θεϊκός νόμος, οι νόμοι των προγόνων) ισχύει τάχα καθολικά, ανεξάρτητα από επιθυμίες, περιστάσεις, ιστορικές συνθήκες, και οδηγεί σε καθολικούς κανόνες και σε καθολικά κριτήρια». Μια λεπτότερη και λιγότερο απόλυτη εκδοχή του «ιδεαλισμού» θεωρεί πως η λογική (ο νόμος κλπ.) δεν ισχύουν μεν καθολικά, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν «ορισμένες καθολικά έγκυρες προτάσεις σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι πράξεις μας είναι ορθολογικές» (και ορισμένα αντίστοιχα απόλυτα κριτήρια). Ο Feyerabend θα επιμείνει: η λύση δεν είναι η αντικατάσταση ενός συνόλου κανόνων με ένα άλλο ‘ αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να συλλάβουμε «διαφορετικά ολόκληρη την ορθολογικότητα».
Σύμφωνα με μια «αφελώς αναρχική» αντιμετώπιση, όλοι οι κανόνες και τα κριτήρια έχουν όρια, συνεπώς είναι άνευ αξίας και πρέπει να καταργηθούν. Ο Feyerabend αρνείται τον χαρακτηρισμό που του προσάπτουν ‘υπάρχουν διαδικασίες και κριτήρια που συμβάλλουν στην επιτυχία επιστημονικών ερευνών, «συμφωνώ λοιπόν με τη διάγνωση των αφελών αναρχικών, όχι όμως και με το συμπέρασμά τους». Ακόμη και μέσα στις επιστήμες δεν υπάρχει καμία «ευρεία ορθολογικότητα», ωστόσο «δεν ισχυρίζομαι, γράφει ο Feyerabend, ότι οφείλουμε εφεξής να ζούμε χωρίς κανόνες και κριτήρια». Τονίζοντας τη σημασία των περιστάσεων κάτω από τις οποίες εφαρμόζεται ένας κανόνας, ο Feyerabend καταλήγει στο να προτείνει μια νέα «σχέση ανάμεσα στους κανόνες (τα κριτήρια) και τις παραδόσεις».
Η «νατουραλιστική» πρόταση αποκτά κανόνες και κριτήρια στη βάση μιας ανάλυσης των παραδόσεων. Πώς θα επιλεγεί η «ορθή» παράδοση; Οι επιστημολόγοι επιλέγουν «την επιστήμη», αλλά «η» επιστήμη δεν είναι «μια» παράδοση, έχει συντεθεί από πολλές παραδόσεις και οδηγεί σε διαφορετικά (και εν μέρει αντιφατικά μεταξύ τους) κριτήρια.
Για τον Feyerabend ένας συνδυασμός της ιδεαλιστικής και της νατουραλιστικής αντίληψης οδηγεί σε μια ικανοποιητικότερη «θεωρία αλληλεπίδρασης»: η λογική έχει κάποια επίδραση στην έρευνα, και η έρευνα μπορεί να μεταβάλλει τη λογική.
Πολλές φορές οι επιστήμονες λησμονούν «τις αιτίες για την εισαγωγή» κάποιων κριτηρίων και τείνουν να τα θεωρούν ως “προϋποθέσεις της έρευνας” ή και ως “ουσία της επιστήμης”. Για τον Feyerabend το «κύρος, η ωφέλεια, η καταλληλότητα των δημοφιλών κριτηρίων μπορεί να εξακριβωθεί μόνο με μια ερευνητική διαδικασία η οποία τα παραβιάζει».
Οι μέθοδοι πρέπει να προσαρμόζονται στην ερευνητική κατάσταση και όχι σε κανόνες που φτιάχνονται εξωτερικά της έρευνας. Ο Feyerabend θεωρεί την κατάσταση που αφορά τους μεθοδολογικούς κανόνες παρόμοια με εκείνη ενός επιστήμονα που ερευνά την καταλληλότητα ενός μετρητικού οργάνου στην Φυσική: η καταλληλότητα εξαρτάται «από νόμους και δυσκολίες στην περιοχή όπου πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το όργανο». Το κριτήριο για να κριθούν τα όργανα δεν είναι η αντίληψη ενός «ιδεώδους οργάνου», η οποία προκύπτει ανεξάρτητα από την ερευνητική διαδικασία, αλλά είναι «η εκάστοτε ερευνητική κατάσταση».
Ένας τρόπος να κριθούν τα κριτήρια είναι να πραγματοποιήσουμε έρευνες που τα παραβιάζουν.
Το «anything goes» [όλα επιτρέπονται] με το οποίο έχει συνδεθεί το όνομα του Feyerabend, δεν αποτελεί μια και «μοναδική αρχή» μιας καινούριας μεθοδολογίας. «Δεν προτείνω, γράφει ο Feyerabend καμία “μεθοδολογία”», αντιθέτως, η επινόηση και εφαρμογή μεθοδολογικών κανόνων είναι υπόθεση της συγκεκριμένης επιστημονικής έρευνας και όχι γενικό φιλοσοφικό πρόβλημα. «Οι φιλόσοφοι δεν έχουν καμία δουλειά με την μεθοδολογία…». Το «anything goes» είναι «ο τρόπος με τον οποίο οι παραδοσιακοί ορθολογιστές, που πιστεύουν σε καθολικά κριτήρια και σε καθολικούς κανόνες της λογικής, θα πρέπει να περιγράψουν την αντίληψή μου για τις παραδόσεις, τις αλληλεπιδράσεις τους και τις μεταβολές τους. Γι’ αυτούς και μόνο η εικόνα των επιστημών […] είναι πράγματι χωρίς κανόνα, χωρίς λογική, χωρίς τίποτα […]». Ένας ερευνητής εν μέσω δυσκολιών και ακατάληπτων αποτελεσμάτων, ανιχνεύει μια νέα θεωρία ή ένα νέο κοσμοείδωλο, προτείνει ποικίλες εκδοχές και προσπαθεί να τις δικαιολογήσει. Οι δικαιολογίες δεν αντιστοιχούν πάντοτε στα κριτήρια ορθολογικότητας, πολλές φορές τα παραβιάζουν. «Τα επιχειρήματα που βασίζονται σε τέτοιες δικαιολογίες είναι διαλεκτικά επιχειρήματα, δεν χρησιμοποιούν στέρεα κριτήρια αλλά μια αδιάκοπα μεταβαλλόμενη ορθολογικότητα […]».
Υπάρχουν περιοχές στις επιστήμες όπου στηριζόμαστε σε επακριβώς προσδιορισμένους κανόνες και κριτήρια ‘ για παράδειγμα στην φυσική, υπάρχουν πεδία όπου οδηγούμαστε σε σημαντικές ανακαλύψεις με απλούς αφηρημένους κανόνες. Αυτό σύμφωνα με τον Feyerabend«παραπλάνησε» επιστήμονες και φιλόσοφους και ενίσχυσε την πίστη τους σε μια καθολική μεθοδολογία.
Η προσπάθεια να κατασκευαστεί μια “γνωσιοθεωρία” που να βασίζεται σε γενικά αξιώματα είναι μάταιη. Το «anything goes» δεν είναι κάποιο “αξίωμα” μιας “γνωσιοθεωρίας ” του Feyerabend. Εκείνο το οποίο ο ίδιος προκρίνει είναι ένα είδος «οπορτουνισμού»: τα αξιώματα οφείλουν να επινοούνται κατά περίπτωση, σε συνάρτηση προς τη λύση συγκεκριμένων προβλημάτων (επιστημονικών, πολιτικών ή ηθικών κλπ.) και όχι ξεχωριστά από την ιστορική διαδικασία ‘ η νομιμοποίηση των αξιωμάτων γίνεται κάθε φορά στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των περιστάσεων, και όχι αφηρημένα. Με την «οπορτουνιστική» αυτή στάση διατηρείται και η ισοτιμία όλων των παραδόσεων εντός μιας ελεύθερης κοινωνίας.
«Οι μεθοδολογικοί κανόνες είναι διανοητικά μετρητικά όργανα».Όσα μας λένε αφορούν ιδιότητες θεωριών, ερευνητικών προγραμμάτων κλπ. Είναι δυνατή εδώ η κατασκευή μιας ιδεώδους ομάδας κανόνων, η οποία θα κατευθύνει και θα κρίνει κάθε εξέλιξη της έρευνας; «Οι λογικοί και μεθοδολογικοί κανόνες και τα αντίστοιχα κριτήρια δεν είναι ανεξάρτητοι από την πράξη». Οι κανόνες και τα ποικίλα κριτήρια είναι όργανα που επινοήθηκαν για έναν ορισμένο σκοπό και πρέπει να ερευνώνται με αναφορά σε αυτόν τον σκοπό. ——————————————————-
OFeyerabendθέτει τρία κατευθυντήρια ερωτήματα: τι είναι οι επιστήμες, ποια ειδικά προτερήματα έχουν και πώς πρέπει να τις χρησιμοποιούμε.
Η «εξαιρετική ποιότητα των επιστημονικών επιτευγμάτων γίνεται αποδεκτή, δεν αποδείχνεται». Επιστήμονες και φιλόσοφοι «συμπεριφέρονται όπως οι υπερασπιστές της μιας αληθινής Εκκλησίας: το δόγμα της εκκλησίας είναι αληθινό, κάθε τι άλλο ειδωλολατρική ανοησία».
Εκείνο στο οποίο εφιστά την προσοχή μας ο Feyerabend είναι το ότι η «εικασία ότι οι επιστήμες υπερέχουν κατ’ ουσία», έχει υπερβεί τον χώρο των επιστημών και έχει καταστεί «άρθρο πίστης σχεδόν για όλους». Η επιστήμη, επιπρόσθετα, «συναποτελεί βασική δομή των δημοκρατιών μας, ακριβώς όπως παλαιότερα η εκκλησία συναποτελούσε βασική δομή πρωτύτερων μορφών κοινωνίας».
Οι ανθρώπινες σχέσεις «ερευνώνται και κρίνονται επιστημονικά», πράγμα που έχει ως επακόλουθο «να χάνεται η ικανότητα του να κατανοούμε τον συνάνθρωπο ενορατικά και μη εξαντικειμενικεύσιμα». Οι επιστήμονες αποφασίζουν για όλα, για τα προγράμματα εκπαίδευσης, για τα προγράμματα αναμόρφωσης των φυλακών, για τις αιτίες των απεργιών ή των εξεγέρσεων στα γκέτο… Η εξουσία της «επιστημονικής Ιατρικής» επάνω στη ζωή και το θάνατο «μπορεί να συγκριθεί με την εξουσία που είχε κάποτε η Εκκλησία… Επιστήμονες επιτηρούν το παιδί σε όλα τα στάδια ανάπτυξής του. Έπειτα δοκιμάζονται επάνω του ή «του επιβάλλονται με κυβερνητικά προγράμματα»: και πάλι «επιστημονικές μέθοδοι» για τη διατροφή, για τη μάθηση, για τη διευθέτηση του χρόνου του, για τις σχέσεις με το περιβάλλον του… Εάν ο νέος επαναστατήσει, αντικείμενο έρευνας θα είναι τότε η αιτία για την οποία δεν αποδείχθηκε συμβατός με ένα τόσο επιμελώς τακτοποιημένο και «πολιτισμένο περιβάλλον»…
Στα σχολικά προγράμματα δεν υπάρχει «ελευθερία» επιλογής, «η επιστημονική μονολιθικότητα» είναι ο στόχος παρατηρεί ο Feyerabend. Στα μαθήματα «δεν αρκούνται σε μια ιστορική παρουσίαση» των φυσικών γεγονότων και αξιωμάτων ‘ «δεν λένε: σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν ότι…», λένε: αυτό συμβαίνει, όλα τα άλλα είναι ανοησίες… Η «αποδοχή και η άρνηση των επιστημονικών γεγονότων και αξιωμάτων είναι εντελώς χωρισμένη από τη δημοκρατική διαδικασία της δημόσιας πληροφόρησης, συζήτησης, ψηφοφορίας»… Στην διαδικασία «της παραγωγής και της εξέτασης γενικών θεωριών και βασικών γεγονότων δεν αναμειγνύεται ακόμη ο λαός. Εδώ οι επιστήμονες τα λένε μόνο μεταξύ τους»… Τα πορίσματα των επιστημόνων γίνονται αποδεκτά τόσο άκριτα, όσο παλαιότερα «η κρίση των καρδιναλίων και των επισκόπων»…
Ο Feyerabend ασκεί κριτική στην αντίληψη των «φιλελεύθερων διανοούμενων»: θεωρούν τον ορθολογισμό, «όχι ως μια άποψη μεταξύ πολλών άλλων, αλλά ως βάση της κοινωνίας και της ίδιας της ελευθερίας». Η ορθολογική και επιστημονική κοσμοαντίληψη «αποφασίζει, που αρχίζει και που τελειώνει η ελευθερία».
Λίγο παρακάτω ο Feyerabend αναφέρεται στις καταπιεσμένες φυλές της βορειοαμερικανικής ηπείρου: απαίτησαν ισότητα, ωστόσο η ισότητα αυτή «δεν σήμαινε τότε την ισότητα των παραδόσεων ‘ σήμαινε την ισότητα πρόσβασης σε μια εντελώς ειδική παράδοση, την παράδοση του λευκού ανθρώπου».
Δεν αποτελεί λοιπόν αναγκαιότητα να απομακρυνθεί από το κέντρο της κοινωνίας μια «οντολογικά βεβαρυμμένη θρησκεία», ένας μύθος που ισχυρίζεται ότι περιγράφει τον κόσμο, ένα σύστημα μαγείας; Αυτά τα ρητορικά ερωτήματα (του φιλελεύθερου ή μαρξιστή ορθολογιστή) περιέχουν σύμφωνα με τον Feyerabend τρεις «εικασίες»: πρώτον, ο επιστημονικός ορθολογισμός είναι καλύτερος από άλλες παραδόσεις ‘ δεύτερον, ο επιστημονικός ορθολογισμός δεν είναι δυνατό να βελτιωθεί μέσω σύνδεσης με άλλες παραδόσεις ‘ και τρίτον, οφείλουμε να τον αποδεχθούμε και εξαιτίας των προτερημάτων του να τον καταστήσουμε θεμέλιο της κοινωνίας και της εκπαίδευσης. Ο Feyerabend ισχυρίζεται ότι: «οι ορθολογιστές και οι επιστήμονες δεν έχουν ορθολογικά (επιστημονικά) επιχειρήματα για να στηρίξουν την εξαιρετικότητα της αγαπημένης τους ιδεολογίας». Και ακόμη: εάν διέθεταν τέτοια επιχειρήματα, έπεται από αυτό ότι αυτή η ιδεολογία πρέπει να επιβληθεί σε όλους; Ή μήπως, αντίθετα, οι ιδέες που δίνουν νόημα στη ζωή κάποιων ανθρώπων πρέπει να κατέχουν «ίσα δικαιώματα και ίση πρόσβαση στα κέντρα εξουσίας»;
Στην ανθρώπινη ιστορία διαφορετικές παραδόσεις με άλλα ήθη και άλλες κοσμοθεωρίες, βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση και ανταλλαγή πνευματικών και υλικών αγαθών. Ο Feyerabend προχωρά σε μια διάκριση: υπάρχουν παραδόσεις οι οποίες δεν αρνούνται ξένες αξίες αλλά «επιτρέπουν την ισχύ τους» (και μάλιστα «όχι σαν να ήταν πλάνες, τις οποίες συγχωρούν γενναιόδωρα») και συχνά «τις παραλαμβάνουν» ‘ αυτές τις ονομάζει «οπορτουνιστικές» ή «εκλεκτικές» παραδόσεις. Υπάρχουν ωστόσο και άλλες οι οποίες «προβάλλουν επάνω στον κόσμο κάποιες βασικές αξίες, μετρούν όλα τα συμβάντα (ιστορικά, ιδιωτικά, ακόμη και φυσικά) βάσει αυτών των αξιών, κι επιχειρούν να στρέψουν τον κόσμο με βία, με πειθώ ή με θεσμικές μηχανορραφίες προς αυτή την κατεύθυνση» ‘ αυτές τις ονομάζει «δογματικές».
Όπως και στο παράδειγμα της Ιουδαϊκής δογματικής παράδοσης, όπου οι ξένοι θεοί δεν υποτάσσονται απλώς, «παύουν εντελώς να υπάρχουν», έτσι και οι ορθολογιστικές παραδόσεις επιδεικνύουν μια «ανάλογη καταστροφική μανία». Οτιδήποτε υπήρξε πριν από αυτές δεν είναι παρά «καθαρές φαντασιώσεις». Στο πεδίο της γνωσιολογίας, οι ρεαλιστές κρατούν «περισσότερο δογματική στάση» σε αντίθεση με τους «ινστρουμενταλιστές» οι οποίοι «διατηρούν κάποιον οπορτουνισμό». Ο ορθολογισμός (συζήτηση στη βάση αφηρημένων και ανεξάρτητων από την παράδοση αρχών και κανόνων) χρησιμοποίησε επιχειρήματα τα οποία φαίνεται να εκμηδενίζουν τις παλαιότερες αντιλήψεις «αλλά μόνο αφού κάποιος έχει ήδη προσχωρήσει στον κόσμο των καινούριων αντιλήψεων. Η ιδεολογία που θεμελιώνει αυτή τη σοφή απάτη είναι εξίσου δογματική όσο και η διδασκαλία του Μωυσή: υπάρχει μόνο μια παράδοση, κάθε τι άλλο είναι επίφαση που προέκυψε από σφάλμα, αμαρτία, ισχυρογνωμοσύνη».
Συνεπώς, καταγράφουμε δύο ειδών στάσεις απέναντι στις ποικίλες παραδόσεις: κατά την πρώτη, «οπορτουνιστική αποδοχή», χρήσιμα στοιχεία (όπου τα κριτήρια «χρησιμότητας» μεταβάλλονται ανά πρόβλημα και ανά εποχή) αλλάζουν ‘ κατά την (διανοητική ή και φυσική) καταστροφή όλων των υπόλοιπων παραδόσεων, εκτός μίας, μόνο μία «δογματική επιμονή» σε αυτήν απομένει.
Μια τρίτη στάση είναι ο «σχετικισμός»: «μια πιο λόγια έκφραση ενός αφελούς και γόνιμου οπορτουνισμού»… Ο Feyerabend ονομάζει «σχετικισμό του Πρωταγόρα» την εξής αντίληψη: οι νόμοι, τα ήθη, οι μορφές ζωής είναι βεβαίως πράγματα «σχετικά», αλλά σε κάποιες περιοχές ισχύουν. Ανατρέχοντας στην Ιλιάδα (στίχοι 184-193) διαπιστώνουμε πως η φύση κατανέμεται σε περιοχές αρμοδιότητας όπου ισχύουν διαφορετικοί (φυσικοί) νόμοι, και οι θεοί αντλούν την δύναμή τους από αυτούς τους νόμους, και όχι αντίστροφα. Η δύναμη των θεών είναι περιορισμένη και κανείς δεν κυριαρχεί στα πάντα (και ασφαλώς κανείς δεν έχει δημιουργήσει τα πάντα. (η αρχική σημασία της λέξης «νόμος» αντιστοιχεί σε αυτή την αντίληψη περιοχικής αρμοδιότητας). Επιπροσθέτως, δεν υπάρχει «μια γνώση» που να συλλαμβάνει κάποια ενότητα πίσω από τις λεπτομέρειες, δεν υπάρχει «μια αλήθεια»: υπάρχουν γνώσεις που ισχύουν σε διαφορετικές περιοχές.
Ο σχετικισμός του Πρωταγόρα, γράφει ο Feyerabend«ταιριάζει με ακρίβεια σε έναν έτσι διαμορφωμένο κόσμο. Αυτός ο σχετικισμός είναι μια κοινωνική, κοσμολογική και νομική τοποθέτηση και δεν μπορεί να παραμεριστεί μόνο με γνωσιολογικές παρατηρήσεις». Κατά την περίοδο την οποία ο Feyerabend ονομάζει «εκκίνηση του ορθολογισμού στον δυτικό κόσμο», μεταβάλλεται η παραπάνω κοσμοθεωρία. Ανάμεσα στις «μικροδιαδικασίες» που θα παίξουν σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη, είναι κάποιες «βαθμιαίες και όχι συνειδητές αλλαγές εννοιών»: οι έννοιες γίνονται περισσότερο αφηρημένες, οι πολλαπλές σχέσεις που τις συνέδεαν πρωτύτερα με ειδικές περιστάσεις εξαφανίζονται και «υποκαθίστανται από λιγοστές γενικευμένες σχέσεις». Η «απώλεια περιεχομένου» των εννοιών, η «εξαφάνιση παραδοσιακών νοητικών συναρτήσεων» και η γένεση μιας «“καθολικής” έννοιας περί αλήθειας προσαρμοσμένης σε αυτή την κενότητα», επιτρέπει να προκύψει η πλάνη ότι «οι καινούριες “αποδείξεις” και οι “επιστήμες” που στηρίζονται επάνω τους, είναι τάχα “αντικειμενικές” και στέκονται υπεράνω παραδόσεων».
Ο σχετικισμός όπως τον αντιλαμβάνεται και τον υπερασπίζεται εδώ ο Feyerabend, αφορά παραδόσεις, όχι γνώμες, έννοιες ή θεωρίες. (Οι τελευταίες έχουν νόημα μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας παράδοσης, δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές ανεξάρτητα από αυτήν). Δεύτερον, δεν ισχυρίζομαι γράφει ο Feyerabend ότι «όλες οι παραδόσεις έχουν ίση αξία, ή ότι είναι εξίσου αληθινές, ή ότι είναι αυθαίρετες». Ιδωμένες κάθε μια χωριστά οι παραδόσεις δεν είναι ούτε καλές ούτε κακές – τέτοιες ιδιότητες λαμβάνουν μόνο όταν κάποιος τις συσχετίζει με άλλες. (Οι δε αξιολογικές κρίσεις εξαρτώνται από τις παραδόσεις ‘ «το ότι οι κρίσεις πάνω στα πράγματα εξαρτώνται από την παράδοση προκύπτει από την αναίρεση του ρεαλισμού»). Η “αντικειμενικότητα” (αποτέλεσμα «γνωσιολογικής μυωπίας») προκύπτει όταν ο συμμέτοχος σε μια παράδοση δεν την συνειδητοποιεί και έτσι δεν την αναφέρει όταν μιλά.
Οι αντιρρήσεις που αντιτάσσονται σε έναν τέτοιο σχετικισμό, εμφανίζονται ξανά και ξανά: οι σχετικιστές δεν σέβονται τους νόμους, δεν τηρούν υποσχέσεις, η ζωή των άλλων έχει μικρή αξία γι’ αυτούς, αποτελούν κίνδυνο για την πολιτισμένη ζωή… Κατά τον Feyerabend οι παρόμοιες ενστάσεις αναδύονται κάθε φορά που παλαιοί νόμοι και θεσμοί κλονίζονται. Στην νεώτερη εποχή ακούγονται από χριστιανούς κατά την εποχή του Διαφωτισμού, καθώς και από αντιπάλους του πολυκομματισμού… «Οι φόβοι που συνδέθηκαν με την απομάκρυνση της θρησκείας από το κέντρο της κοινωνικής ζωής», οι αντιστάσεις που συνάντησε η προσπάθεια για μια εντελώς κοσμική κοινωνία «ήταν τότε οι ίδιες ακριβώς με τις αντιρρήσεις που ακούγονται σήμερα ενάντια στον σχετικισμό – αντιρρήσεις που αποδείχτηκαν αθεμελίωτες».
Χωρίς την τάξη του “ορθολογισμού” οδηγούμαστε στο «χάος»; «Η συμβίωση των ανθρώπων είναι κάτι αδύνατο χωρίς αλήθεια, ανθρωπιά, δίκαιο». Εικάζεται, λέει ο Feyerabend, ότι ο σχετικισμός αφήνει τα άτομα «ασύδοτα»… «διπλό λάθος. Εδώ δεν γίνεται λόγος για άτομα, αλλά για παραδόσεις ‘ και δεν τίθενται υπό εξέταση οι δυνατότητες (“ασυδοσία”) αλλά τα δικαιώματα». Κατά δεύτερον, εικάζεται πως το απειλητικό χάος «μπορεί να δαμαστεί από ιδέες, όπως είναι η ιδέα της αλήθειας, της ανθρωπιάς ή του δικαίου». Πρόκειται για ελάχιστα ανεκτικό «οπτιμισμό» λέει ο Feyerabend: «[…] ο χριστιανισμός κήρυξε την αγάπη αλλά σκότωσε, ακρωτηρίασε και έκαψε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων. Η γαλλική επανάσταση κήρυξε τη λογική και την αρετή, αλλά πνίγηκε σε έναν ωκεανό αίματος». Οι κριτικοί ορθολογιστές κηρύσσουν την κριτική, την ανοιχτότητα, την απλότητα, τη συνειδητοποίηση των δικών μας ορίων, «κι όμως ίδρυσαν μια βαρετή και δογματική εκκλησία». […] Τρίτον: η γενική και «αφηρημένη προσπάθεια για αλήθεια χαρακτηρίζει μια εντελώς ειδική παράδοση, την παράδοση των ορθολογιστών. Υπάρχουν κοινωνίες όπου η αλήθεια δεν παίζει κανένα ρόλο, και που εντούτοις δεν διαλύονται».
Θα εγκαταλειφθούμε λοιπόν ανυπεράσπιστα «στην επίδραση βάρβαρων παραδόσεων;». Δεν έχουμε καθήκον να προστατεύσουμε την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια όπου και εάν αυτές απειλούνται;* ..«και αυτό το καθήκον δεν απαιτεί να κάνουμε την ορθολογική και ανθρωπιστική στάση θεμέλιο του κράτους και έτσι να παραβιάζουμε τα δικαιώματα άλλων παραδόσεων;»… Αυτές οι ερωτήσεις για τον Feyerabend είναι δείγμα του «επιπόλαιου, αφηρημένου και υποκειμενικού τρόπου με τον οποίο σκέπτονται οι περισσότεροι διανοούμενοι. Δεν ρωτάνε πώς είναι οι ξένες παραδόσεις ιδωμένες από μέσα», δεν ερευνούν τις αξίες και τις κοσμοθεωρίες τους…, «μεταβάλλουν ξεδιάντροπα τη δική τους κοσμοθεωρία σε καθολικό κριτήριο του ανθρώπινου Είναι, κι έχουν το θράσος να μετρούν την ευτυχία, τον πόνο, τους πόθους των άλλων με αυτό το κριτήριο»…
Έχουμε δικαίωμα να μεταβάλλουμε την δική μας εικόνα περί ανθρώπου σε κριτήριο «όχι μόνο των δικών μας πράξεων, αλλά και σε κοινωνικό πλαίσιο που οριοθετεί τις πράξεις όλων των ανθρώπων; Αυτές είναι οι σκέψεις που παρά την υπερανεπτυγμένη μου αισθηματικότητα και παρά την σχεδόν ενστικτώδη ροπή μου προς “ανθρωπιστικές” πράξεις, μου κάνουν αδύνατο να απορρίψω τον σχετικισμό ακόμη και σε ακραίες περιπτώσεις».
Σε μια ελεύθερη κοινωνία, υποστηρίζει ο Feyerabend, πρέπει να δίνεται μεν σημασία στην κρίση των ειδικών, όμως δεν έχουν αυτοί τον τελευταίο λόγο: «ο τελευταίος λόγος είναι η απόφαση δημοκρατικά διοργανωμένων επιτροπών». Μια ελεύθερη κοινωνία «είναι μια σύναξη ώριμων ανθρώπων και όχι μια αγέλη προβάτων που καθοδηγείται από μια μικρή ομάδα ειδημόνων». Η “ωριμότητα” μαθαίνεται «με ενεργητική συμμετοχή σε αποφάσεις» – και είναι σπουδαιότερη από την ειδικευμένη γνώση. Η συμμετοχή των μη-ειδικών σε βαρυσήμαντες αποφάσεις είναι απαραίτητη «ακόμη και εάν μια τέτοια συμμετοχή πρόκειται να μειώσει το ποσοστό επιτυχίας των αποφάσεων».
Η ομοφωνία μεταξύ των επιστημόνων συχνά δεν είναι κάτι άλλο από το αποτέλεσμα μιας «πολιτικής απόφασης», όσοι παρεκκλίνουν «αυτοί καταπιέζονται ή σωπαίνουν, ώστε να μην εξευτελίσουν την υπόληψη των επιστημών ως πηγής αξιόπιστων και σχεδόν αλάνθαστων γνώσεων. Άλλοτε πάλι η ομοφωνία είναι αποτέλεσμα κοινών προκαταλήψεων»: θεμελιώδεις εικασίες, χωρίς να διερευνώνται λεπτομερώς ωστόσο προτείνονται με αυθεντία…
Πώς είναι δυνατό μη ειδήμονες και ελλιπώς πληροφορημένοι άνθρωποι να προσφέρουν κατά καιρούς στις επιστήμες περισσότερα απ’ ότι προσφέρουν οι ειδικοί; Μια αιτία, ισχυρίζεται ο Feyerabend αφορά την ίδια τη φύση της γνώσης: κάθε γνώση περιλαμβάνει αξιόλογα στοιχεία αλλά και συστατικά που δεν αποτελούν απλώς «σφάλματα»: είναι ουσιαστικά για την έρευνα… «Οι επιστήμες χρειάζονται λοιπόν τόσο τη στενοκεφαλιά, που δεσμεύει την αχαλίνωτη φαντασία, όσο και την άγνοια, που είτε παραβλέπει ηθελημένα είτε αγνοεί εντελώς τα εμπόδια. Οι επιστήμες χρειάζονται τόσο τον ειδικό όσο και τον ερασιτέχνη».
Αναφέροντας ο Feyerabend παραδείγματα από τις κοινωνικές επιστήμες (αρχαιολογία, ανθρωπολογία) που αφορούν τους λεγόμενους «πρωτόγονους» (σύγχρονους ή μη) πολιτισμούς, θα καταλήξει: «[…] οι σύγχρονες επιστήμες ελάχιστα διαφέρουν από τους μεσαιωνικούς τους προδρόμους», ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλουν οι επιστήμονες την γνώμη τους στην κοινή γνώμη δείχνει πως και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με «εκκλησίες»…
Και σε άλλο σημείο: …τα «συμφέροντα» των επιστημόνων «χρωματίζουν» τις ερμηνείες των φαινομένων και τα συμπεράσματα… «[…] Είναι βέβαια αληθινό ότι οφείλουμε στις επιστήμες μεγαλειώδεις ανακαλύψεις. Αλλά από αυτό δεν προκύπτει ότι υπάρχει κάποιο “επιστημονικό σκέπτεσθαι” που προξένησε αυτές τις ανακαλύψεις, και ακόμη λιγότερο ότι οι υποτιθέμενοι επίτροποι αυτού του μυθικού “επιστημονικού σκέπτεσθαι” καταλαβαίνουν τον κόσμο, την κοινωνία, τους ανθρώπους καλύτερα απ’ όσο άλλοι πολίτες».
Βασικό συμπέρασμα των συλλογισμών του Feyerabendείναι γενικά ότι δεν μπορούμε να δεχόμαστε τις κρίσεις των επιστημόνων και των ειδημόνων χωρίς περαιτέρω έρευνα και αυστηρό έλεγχο… «Δημόσια εκλεγμένες επιτροπές μη ειδικών» οφείλουν να εξετάζουν τα εκάστοτε πορίσματα. Εάν «ολοκληρωτισμός» σημαίνει τον έλεγχο των πολλών από λίγους επίλεκτους, τότε το αίτημά μας πρέπει να είναι η «δημοκρατικοποίηση των επιστημών»…
Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, οι επιστήμες (παρ’ όλα τα ενδεχόμενα λάθη) είναι «πολύ καλύτερες» από άλλους τρόπους απόκτησης γνώσης, και αυτό επειδή αφενός χρησιμοποιούν την «σωστή μέθοδο», αφετέρου επειδή έχουν αναμφισβήτητα επιτεύγματα (που δείχνουν ακριβώς ότι αυτή η μέθοδος δεν είναι μόνο «νοητικά άμεμπτη», συνεπώς «ορθολογική», αλλά και απολύτως «επιτυχημένη»). Ο Feyerabendαπαντά ως εξής: καταρχήν «δεν υπάρχει “επιστημονική μέθοδος” ‘ δεν υπάρχει καμία μοναδική διαδικασία, καμία νόρμα, κανένα κριτήριο εξαιρετικότητας που βρίσκεται στη βάση κάθε ερευνητικού προσχεδίου και το καθιστά “επιστημονικό” και επομένως αξιόπιστο. Κάθε προσχέδιο, κάθε διαδικασία, κάθε θεωρία πρέπει να κρίνεται ξέχωρα, και βάσει κριτηρίων τα οποία ταιριάζουν στις σχετικές διαδικασίες» ‘ η ιδέα μιας καθολικής και αμετάβλητης μεθόδου (και η αντίστοιχη μιας καθολικής και σταθερής ορθολογικότητας) είναι «μη ρεαλιστικές». Οι επιστήμονες μεταβάλλουν τα μέτρα, τις μεθόδους και τα κριτήρια ορθολογικότητας κατά την πορεία της έρευνας «όπως αλλάζουν και τα όργανά τους και τις θεωρίες τους». Δεν υπάρχει «ούτε ένας κανόνας» όσο ευνόητος ή και λογικός που να μην παραβιάστηκε από καιρό εις καιρό. «Τέτοιες παραβιάσεις δεν ήταν τυχαίες και ούτε αναπόφευκτα επακόλουθα άγνοιας ή απροσεξίας. Ήταν αναγκαίες για να επιτευχθεί κάτω από τις δεδομένες συνθήκες κάποια πρόοδος […]». Αυτές οι επισημάνσεις δεν σημαίνουν πως η έρευνα είναι αυθαίρετη και χωρίς καμία καθοδήγηση ‘ «υπάρχουν κριτήρια, αλλά αυτά προκύπτουν από την ίδια την ερευνητική διαδικασία και όχι από αφηρημένες θεωρίες περί ορθολογικότητας».
Καμία άλλη παράδοση δεν παρήγαγε ποτέ κάτι συγκρίσιμο με τα επιτεύγματα των επιστημών; και επιπρόσθετα, τα τελευταία δεν έχουν αντλήσει τίποτα από μη επιστημονικές παραδόσεις; Ο Feyerabend υπογραμμίζει πως οι επιστήμες έχουν πράγματι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τον κόσμο και έχουν αυξήσει πάρα πολύ την ικανότητά μας να επιδρούμε στη φύση. Εντούτοις: αυτό που συνέβη έπειτα από την Επιστημονική Επανάσταση, είναι πως οι παλαιότερες μη επιστημονικές ιδέες «εξοστρακίστηκαν από τις ίδιες τις επιστήμες, ύστερα από την κοινωνία». Συγκεκριμένα θεσμικά μέτρα, η γενική προκατάληψη και όλη η συναφής προπαγάνδα όλα ευνοούν τις επιστήμες. Όμως οι μύθοι και οι μέθοδοι μη δυτικών πολιτισμών «δεν εξαφανίστηκαν επειδή οι επιστήμες ήταν καλύτερες, αλλά επειδή οι λευκοί ήταν αποφασιστικότεροι κατακτητές, επειδή καταπίεσαν υλικά τους φορείς εναλλακτικών πολιτισμών». Πολιτικά, θεσμικά και στρατιωτικά αποικιοκρατικά μέσα πίεσης καταπίεσαν ή έσβησαν ολοκληρωτικά τις μορφές ζωής των αποικισμένων φυλών. «Οι εφευρέτες του μύθου εισήγαγαν τον πολιτισμό, ενώ οι ορθολογιστές και οι επιστήμονες το μετέβαλαν, χωρίς όμως πάντα να τον βελτιώσουν». Δεν υπάρχει «ούτε μια επιστημονική ιδέα, που να μην την έκλεψαν από κάπου αλλού και ύστερα την ενσωμάτωσαν στην “επιστήμη” παραμερίζοντας τις καθιερωμένες μεθόδους».
Ο Feyerabend περιγράφει τις σκέψεις του (1964) την περίοδο που διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της California (Berkeley). «Ήρθαν στις παραδόσεις μου πολυάριθμοι μεξικανοί, ινδιάνοι, μαύροι. […] ελπίζοντας ότι θα αποκτήσουν “παιδεία”. Τι ευκαιρία για έναν προφήτη που ζητά οπαδούς! Τι ευκαιρία, μου έλεγαν οι ορθολογιστές φίλοι μου, για να συνεισφέρεις στη διάδοση της λογικής και στη βελτίωση της ανθρωπότητας! […] Δεν συμμερίστηκα την αισιοδοξία τους. […] Ποιος ήμουν εγώ που θα εξηγούσε σε αυτούς τους ανθρώπους τι και πώς θα έπρεπε να σκεφθούν; Δεν ήξερα τα προβλήματά τους, αν και ήξερα ότι είχαν πολλά. Αγνοούσα τα ενδιαφέροντά τους, τα αισθήματά τους, τις αγωνίες τους, τις ελπίδες τους, αν και ήξερα ότι ενδιαφέρονταν να μάθουν. Ήταν οι στεγνές αφαιρέσεις, που είχαν συσσωρεύσει οι φιλόσοφοι επί αιώνες και είχαν περιβάλλει οι φιλελεύθεροι με λιπαρές κενολογίες για να τις κάνουν πιο εύγευστες, η σωστή προσφορά σε ανθρώπους, των οποίων είχαν ληστεύσει τη χώρα, την κουλτούρα, την αξιοπρέπεια, και οι οποίοι τώρα όφειλαν να αφομοιώσουν υπομονετικά και να παπαγαλίσουν τις αναιμικές ιδέες που τους πρόσφεραν τα φερέφωνα των τόσο φιλάνθρωπων δουλεμπόρων τους; […] Οι πρόγονοί τους είχαν αναπτύξει ζωντανούς πολιτισμούς, γλώσσες πλούσιες σε χρωματισμούς, αρμονικές απόψεις για τη σχέση μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ ανθρώπου και φύσης, […] μια ζωντανή κριτική των διαχωριστικών, αναλυτικών, εγωιστικών τάσεων του δυτικού στοχασμού».
Τα επιτεύγματα των πολιτισμών αυτών εκφράζουν κάποια ιδεώδη και κάποιες δυνατότητες της ύπαρξής μας, εντούτοις «δεν ερευνήθηκαν ποτέ με το σεβασμό και την προσοχή που αξίζουν ‘ γελοιοποιήθηκαν και εντελώς αυτονόητα παραγκωνίστηκαν και αντικαταστάθηκαν, και μάλιστα αρχικά με την θρησκεία της αδερφικής αγάπης και ύστερα με τη θρησκεία των επιστημών […]». Καμία ισότητα μεταξύ των παραδόσεων δεν προέκυψε… «Ισότητα σήμαινε ότι τα μέλη διαφορετικών φυλών και πολιτισμών είχαν τώρα τη θαυμαστή ευκαιρία να συμμετάσχουν στις μονομανίες του λευκού ανθρώπου, ότι είχαν την ευκαιρία να γίνουν επιστήμονες, θεολόγοι, γιατροί, πολιτικοί, στρατηγοί, μαστροποί, δάσκαλοι, δικαστές κι εγκληματίες. […] στάθηκα μπροστά στους ακροατές μου, και με αηδία οπισθοχώρησα τρομαγμένος μπροστά στην αποστολή που όφειλα να εκτελέσω. […] ήταν η αποστολή ενός μορφωμένου και εξευγενισμένου δουλέμπορου».
Που οφείλεται η κυριαρχία των «διανοητικών μεθόδων» και των «εννοιών»; Με ποια μέσα και για ποιους λόγους ο «διανοητικισμός» νίκησε τις παλαιότερες παραδόσεις; Γιατί κάποιοι λαοί με πλούσιο και σύνθετο πολιτισμό «πέφτουν θύματα ξερών αφαιρέσεων και ακρωτηριάζουν την γλώσσα τους, το στοχασμό τους, την κοσμοθεωρία τους…»; «πώς κατορθώνουν οι διανοούμενοι να σκοτώνουν ατιμώρητα – γιατί είναι φόνος, φόνος ψυχών και πολιτισμών αυτό που διαπράττεται από χρόνο σε χρόνο στα σχολεία, στα πανεπιστήμια, στις ιεραποστολές μακρινών χωρών. Αυτή η τάση πρέπει να αντιστραφεί σκεφτόμουν ‘ πρέπει να αρχίσουμε να μαθαίνουμε από εκείνους που σκλαβώσαμε, γιατί αυτοί έχουν να μας προσφέρουν πολλά και έχουν οπωσδήποτε το δικαίωμα να ζήσουν όπως επιθυμούν […]».
Οι πρώτες σχετικές αναζητήσεις του Feyerabend θα τον οδηγήσουν σε σκέψεις για εκπαιδευτικά προγράμματα όπου θα υφίσταται μια πλούσια ποικιλία απόψεων από τις οποίες κάθε άτομο θα επιλέγει εκείνη που προτιμά ‘ ο δάσκαλος θα διευκολύνει την επιλογή, δεν θα την αντικαθιστά με ό,τι θεωρεί εκείνος «αντικειμενικό» ή «αληθές»… Ένα τέτοιο απόθεμα απόψεων «θα μοιάζει με ένα θέατρο ιδεών στο στυλ του Piscatorή του Brecht […]. Γιατί πρέπει η γνώση να εμφανίζεται μόνο με το ένδυμα της ακαδημαϊκής πρόζας […];».
Ο Feyerabend θα μελετήσει τον ντανταϊσμό (Dada) έπειτα από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Το ύφος ήταν «σαφές, φωτεινό, απλό χωρίς να είναι κοινότυπο, ακριβές χωρίς να είναι στενόχωρο […] Στον αιώνα μας κανείς δεν κατάλαβε τόσο καλά το θαύμα της γλώσσας και του στοχασμού όσο οι ντανταϊστές, γιατί κανένας άλλος δεν ήταν ικανός να επινοήσει έναν κόσμο όπου η γλώσσα και ο στοχασμός δεν παίζουν κανέναν ρόλο. […] Διέγνωσαν τον εκφυλισμό της γλώσσας, ο οποίος προηγήθηκε του πρώτου παγκόσμιου πολέμου […]. Αποκάλυψαν την τρομακτική ομοιότητα ανάμεσα στη γλώσσα των κορυφαίων εμπόρων της διανόησης – των φιλοσόφων, των πολιτικών, των θεολόγων- και στον κτηνώδη θόρυβο. Οι πανηγυρικοί λόγοι που αφορούν την τιμή, τον πατριωτισμό, την αλήθεια, την ορθολογικότητα, την ανθρωπιά, την ελευθερία, την τιμιότητα, οι οποίοι γεμίζουν τα σχολεία μας, τους άμβωνες, τις πολιτικές συγκεντρώσεις, μεταβάλλονται ανεπαίσθητα σε άναρθρο θόρυβο […] και οι εκφωνητές τέτοιων λόγων τελικά ελάχιστα διαφέρουν από μια αγέλη γουρούνια που γρυλίζουν […]».
Πίστευα, γράφει παρακάτω ο Feyerabend, ότι ένας πλουραλισμός ιδεών και αισθημάτων («έτσι ώστε οι γνώσεις να αναζητούνται για χάρη της αγάπης και όχι για χάρη της αλήθειας») θα ήταν μια λύση… «γνώση ως προσωπικό επίτευγμα, ως δημιουργία, και όχι ως μίμηση “αντικειμενικών” καταστάσεων»… Με το πέρας των χρόνων ο Feyerabend θα αναθεωρήσει: «είναι μυωπικό να νομίζει κανείς ότι έχει “λύσεις” για ανθρώπους, στην ζωή των οποίων δεν συμμετέχει και των οποίων τα προβλήματα αγνοεί. […] Από μιας αρχής οι ορθολογιστές παράστησαν τους δασκάλους, ο κόσμος παράσταινε το σχολείο τους και η “ανθρωπότητα” τους υπάκουους μαθητές τους. […] Και οι διανοούμενοι, για παράδειγμα οι μαρξιστές, δεν προσπαθούν πια να διδάσκονται από τους ανθρώπους, τους οποίους θέλουν να “ελευθερώσουν” ‘ φιλονικούν μεταξύ τους για ερμηνείες, απόψεις, υποδείξεις, και θεωρούν αυτονόητο ότι το διανοητικό αυτό μίγμα είναι η κατάλληλη τροφή για τους ντόπιους (εδώ ο Bakunin και ο Cohn–Bendit είδαν πολύ ευρύτερα ‘ πρόσεξαν τις δογματικές τάσεις όλων των διανοητικών ρευμάτων, ιδιαίτερα του μαρξισμού, και γι’ αυτό θέλησαν να επιστραφεί όλη η εξουσία, ακόμη και η ιδεολογική, στους ίδιους τους ελεύθερους πολίτες). Η δική μου άποψη διέφερε από αυτή που μόλις περιέγραψα αλλά εξακολουθούσε να είναι μια “άποψη”, ένα αφηρημένο όνειρο που εγώ είχα επινοήσει και που τώρα ήθελα να φέρω στους ανθρώπους, χωρίς να έχω ζήσει ούτε για μια στιγμή τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Ένα τέτοιο διάβημα το θεωρώ σήμερα ανυπόφορη αυθάδεια».